- φαγάνθρωπος
- -ον, Α1. ανθρωποφάγος2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀκάθαρτος».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- τού αορ. β' τού ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ἄνθρωπος. Ο τ. έχει σχηματιστεί κατ' αντιστροφή τού ἀνθρωποφάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαγανθρώπων — φαγάνθρωπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek